αλαφροήσκιωτος

αλαφροήσκιωτος
-η, -ο
1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω
2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα
3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά τους άλλους, ο καλορίζικος
4. ελκυστικός, ευχάριστος
5. κατά τη λαϊκή δεισιδαιμονία, αυτός που βλέπει φαντάσματα, εξωτικά κ.λπ. αόρατα στους άλλους («αλαφροήσκιωτε καλέ, για πες απόψε τ’ είδες», Σολωμός)
6. αυτός που βλάπτεται εύκολα από φαντάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο* + ησκιώνω. Από το αλαφροήσκιωτος με συγκοπή τού φων. η προήλθε και τ. αλαφρόσκιωτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαφρόησκιος — η, ο 1. (για δέντρα) αλαφροήσκιωτος, με ευχάριστη σκιά 2. (για ανθρώπους) αλαφροήσκιωτος, που βλέπει ξωτικά, φαντάσματα κ.λπ. αόρατα στους άλλους …   Dictionary of Greek

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροΐσκιωτος — Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη… …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόησκιος — ια, ιο ο αλαφροήσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ήσκιος] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρόσκιωτος — η, ο ο αλαφροήσκιωτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”